
Το άρθρο φιλοξενήθηκε στην εφ. Σημερινή
Ο υδράργυρος κτυπάει κόκκινο και το θερμόμετρο πάει να σπάσει. Ανήσυχη ηρεμία στη Λευκωσία. Ο δείκτης του ρολογιού μόλις έχει χτυπήσει 7 π.μ. και άρχισαν να ξεπροβάλλουν τα πρώτα αμάξια στους δρόμους της νεκρής, πλέον, πρωτεύουσας.
Κάποιοι από τη νεολαία κοιμούνται, αφού μόλις πριν από λίγες ώρες πήγαν για ύπνο. Ανάλωσαν το βράδυ τους σε κάποιο νυχτερινό κέντρο.
Άλλοι ξύπνησαν πρωί - πρωί για να ετοιμάσουν τα πράγματά τους, να επισκεφτούν μια παραλία για να δροσιστούν.
Σε μία γωνιά ενός κεντρικού δρόμου ξεπροβάλλουν κάποιες μαύρες φιγούρες, διαφορετικές, αλλά σίγουρα κάτι που αλλάζει τη ρουτίνα της ημέρας. Ξαφνικά, με γρήγορες κινήσεις κάτι φορτώνουν στ' αμάξια και στη συνέχεια επιβιβάζονται και αυτοί και ξεκινούν προς το άγνωστο. Τους ακολουθώ...
Απομακρύνονται με τα αυτοκίνητά τους από τη Λευκωσία. Μετά από αρκετό δρόμο πλησιάζουν στον κυκλικό κόμβο της Λάρνακας. Η δεξιά λωρίδα που οδηγεί στο πλέον πασίγνωστο σημείο της πόλης, των beachbar, των frozenyogurt, των νεοκυπρίων, κατάμεστη. Αυτοί όμως φαίνεται να έχουν αντίθετη άποψη. Κρατάνε την αριστερή λωρίδα, που οδηγεί στην ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου.
Όσο περνά η ώρα, η κίνηση στους δρόμους αυξάνεται. Όμως τα αμάξια αυτής της ομάδας ξεχωρίζουν. Ακολουθούν το ένα το άλλο, σαν τα άγρια πουλιά που ταξιδεύουν ενάντια στον άνεμο με ένα στόχο. Στην αυτοκινητοπομπή τους ενώνονται και άλλα αμάξια.
Μετά από αρκετή απόσταση φτάνουν, όπως φαίνεται, στον προορισμό τους.
Φτάνουν σε μια εκκλησία. Ξεφορτώνουν τα αμάξια. Ετοιμάζουν τις σημαίες και τα πανό. Σε λίγα δευτερόλεπτα η ομάδα αυτή των ατόμων μεγαλώνει. Συρρέουν απ' όλες τις γωνιές του ναού άτομα και στοιχίζονται στις γραμμές τους. Ένας χείμαρρος δημιουργείται ...
Οι ελληνικές σημαίες ορθώνονται ψηλά. Κυματίζουν στον αέρα περήφανες. Και τότε η ιαχή «Ισαάκ - Σολωμέ, δεν σας ξεχνώ ποτέ», σκίζει τον αέρα.
Ισαάκ; Σολωμέ; Οι σκέψεις μου περιτριγυρίζουν για λίγα λεπτά αυτά τα ονόματα. Η μνήμη με ταξιδεύει μερικά χρόνια πίσω. Μα, ναι; Πώς γίνεται να ξεχάσαμε τους δύο αυτούς νεαρούς λεβέντες; Και, όμως, μας αναγκάσανε να ξεχάσουμε ...
Έρχομαι πάλι στο παρόν. Τα παιδιά με τις μαύρες μπλούζες έφυγαν. Δεν τα βρίσκω. Ακούω από το βάθος μια ακόμα δυνατή ιαχή «Τούρκοι, δεν ξεχνώ». Αυτοί θα είναι. Τρέχω και τους φτάνω. Μα, πού πάνε πάλι; Διασχίζουν όλη την πόλη, με αυστηρή πειθαρχία και βλέμμα γεμάτο θέληση. Ο ζεστός ήλιος δεν τους πτοεί.
Οι κάτοικοι αναγκάζονται να βγουν από τα σπίτια τους και να χειροκροτήσουν με δάκρυα στα μάτια, την ανδρεία αυτών των παιδιών. Υποκλίνονται μπρος στο μεγαλείο τους.
Έφτασαν στο κοιμητήριο, εκεί όπου βρίσκονται θαμμένοι οι δύο ηρωομάρτυρές μας. Σε μια γωνιά, για να ξεχωρίζουν από τους σαλτιμπάγκους, χαρτογιακάδες πολιτικάντηδες, που τρέχουν τις κάμερες από πίσω. Χάνομαι στις σκέψεις με το άκουσμα του Εθνικού Ύμνου, να με συνεπαίρνει σε άλλες εποχές...
Ένα νεαρό παιδί με τα μαύρα, αυτής της ομάδας, μου φωνάζει: «Φίλε, θέλεις να έρθεις μαζί μας;». Χωρίς δεύτερη σκέψη είπα «ΝΑΙ» και επιβιβάστηκα στο αμάξι του.
Δεν ήξερα πού πάμε, δεν ήξερα ποιοι ήταν. «Φτάσαμε», φωνάζει ένας.
Κάποιος άλλος φωνάζει «γρήγορα κάτω, να ετοιμαστούν οι σημαίες». Οι σημαίες ξανά ψηλά, κυματίζουν περήφανες και το γαλάζιο σμίγει με αυτό του ουρανού.
Ξαφνικά, το ωραίο γαλάζιο σπάει το κόκκινο στο βάθος, με μισοφέγγαρο και αστέρι στη μέση. Έχουμε φτάσει στο οδόφραγμα. Μα ναι, συλλογιέμαι! Εδώ ήταν που άφησαν την τελευταία τους πνοή τα δύο παλληκάρια.
Πού είναι ο κόσμος; Πώς γίνεται όλοι να ξεχάσαμε; Γιατί κανείς δεν θυμάται τα δύο παλληκάρια, που θυσιάστηκαν για εμάς; Ντροπή μας!
Μα ποιοι είναι, επιτέλους, αυτοί που σήμερα είναι εδώ; Τότε αντικρίζω στην πλάτη τους τέσσερα κεφαλαία γράμματα με αρχαιοελληνική γραφή. «Ε.ΛΑ.Μ.»... Πανικός και φόβος με κυρίευσαν...
Είναι αυτοί που κακολογούν τα κανάλια... Είναι αυτοί που βρίζουν οι πολιτικοί... Είναι αυτοί που κακοχαρακτηρίζουν οι εφημερίδες... Ωχ, Θεέ μου, πού έμπλεξα...
Και ξαφνικά η λογική δίνει σφαλιάρα στη σκέψη μου! Μα αυτοί δεν είναι όλα αυτά που ακούω! Τότε διερωτώμαι και πάλι, μήπως δεν είδα σωστά; Και τότε ένα σύνθημα επιβεβαιώνει αυτό που είδα. «ΕΛΑΜ».
Τρελό παιχνίδι στο μυαλό μου. Αυτά που είδα έρχονται σε αντίθεση με αυτά που έχω ακούσει... Τι να πιστέψω; Αυτά τα παιδιά με τα μαύρα είναι όμως εδώ και εκτελούν το χρέος όλων μας. Είναι εδώ στη θέση όλων μας, εν τη απουσία μας. Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε να τους κακολογούμε... Αυτοί πράττουν αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας!
Αυτά, τα παιδιά με τα μαύρα, είναι βγαλμένα λες από κάποια άλλη εποχή. Παρέμειναν αμόλυντα από τις σύγχρονες σειρήνες της εποχής, που μολύνουν τον λαό μας. Είναι εδώ για να μας αφυπνίσουν όλους εμάς που κοιμηθήκαμε.
Τι θα γινόταν, σκέφτηκα, αν σε αυτήν την κοινωνία δεν υπήρχαν και αυτοί; Ποιος άλλος θα νοιαζόταν; Σε μια εποχή που όλοι προσκύνησαν, αλλαξοπίστησαν και έγιναν άπιστοι, αυτοί είναι οι μόνοι που παρέμειναν πιστοί. Οι τελευταίοι πιστοί...
Τότε, αρπάζω μια σημαία στα χέρια μου και με περηφάνια, όπως με δίδαξαν αυτά τα παιδιά, την υψώνω τον αέρα. Προχωράω μαζί τους, στις γραμμές τους, εμπρός, πάντα εμπρός.
Γεάδης Γεάδη
Comments